τσαπατσουλιά

τσαπατσουλιά
η, Ν [τσαπατσούλης]
1. ακαταστασία
2. εργασία που έχει γίνει πρόχειρα, χωρίς τάξη και σύστημα
3. επιπολαιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσαπατσουλιά — η 1. ακαταστασία, έλλειψη νοικοκυροσύνης. 2. η εργασία που γίνεται τσαπατσούλικα, ακατάστατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαλαβούτημα — το, Ν [τσαλαβουτώ] 1. το να τσαλαβουτά κανείς 2. (γενικά) τσαπατσουλιά …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβούτημα — το, ατος 1. το να τσαλαβουτά κανείς, το απρόσεχτο βάδισμα στις λάσπες. 2. μτφ., κάθε ακατάστατη πράξη, τσαπατσουλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”